ἐμήσατο

ἐμήσατο
μήδομαι
to be minded
aor ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐμήσατ' — ἐμήσατο , μήδομαι to be minded aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήδομαι — (Α) 1. έχω κατά νου, σκέφτομαι, συλλογίζομαι («τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην», Ομ. Οδ.) 2. (με κακή σημ.) τεχνάζομαι, μηχανώμαι, σχεδιάζω ή μελετώ κακά («τόσα γὰρ κακὰ μήσατ Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.) 3. (μετά τον Όμ.) επινοώ,… …   Dictionary of Greek

  • σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”